Διατροφή και Διαβήτης
Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια νόσος κατά την οποία παρατηρούνται υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα στον ασθενή και αυτό συμβαίνει είτε γιατί ο οργανισμός του δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη είτε γιατί η ινσουλίνη που παράγει δεν είναι αποτελεσματική στο να μειώσει τα αυξημένα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Οι ασθενείς με διαβήτη, είναι κατά τη γνώμη μου, από τις πιο ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες, διότι οφείλουν να εκπαιδευτούν πολύ καλά στο τι επιδρά στη νόσο τους και τι όχι, οφείλουν να ακολουθούν για πάντα βασικές κατευθυντήριες γραμμές ρύθμισης και γιατί όσο δύσκολα μπορεί να χτιστεί ένας επιτυχημένος γλυκαιμικός έλεγχος τόσο εύκολα μπορεί να χαθεί αν ο διαβητικός ασθενής σταματήσει έστω και για μικρό χρονικό διάστημα να προσέχει.
Ο στόχος του γλυκαιμικού ελέγχου, αφορά περισσότερο την αποφυγή των υπογλυκαιμιών αλλά και των υπεργλυκαιμιών στην καθημερινότητα του ασθενούς. Οι δύο αυτές καταστάσεις μειώνουν το επίπεδο ζωής του ασθενούς και τον κάνουν να αισθάνεται δυσφορία και ανησυχία γύρω από το φαγητό, με αποτέλεσμα να σταματά πολλές φορές να το απολαμβάνει και να αποκλείει ομάδες τροφίμων ή τρόφιμα που θεωρεί ένοχα, με αποτέλεσμα την έλλειψη θρεπτικών συστατικών αλλά και ποικιλίας στο διαιτολόγιο του.
Ο στόχος του γιατρού, αλλά και του εκάστοτε διαιτολόγου, είναι να εκπαιδεύσει σωστά και επαρκώς τον κάθε διαβητικό ασθενή ώστε να πετύχει τον καλύτερο δυνατό έλεγχο στα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα του. Ένα άτομο με διαβήτη πρέπει να καταναλώνει όλα τα τρόφιμα και να μην στερείται. Είναι πολύ σημαντικό να απολαμβάνει το φαγητό. Αρκεί πάντα να θυμάται τους σωστούς συνδυασμούς και φυσικά να εντάξει στην ρουτίνα του την άσκηση.
Βασικές κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με την αμερικανική διαβητολογική εταιρεία που αφορούν τη διατροφική διαχείριση του διαβητικού ασθενούς είναι οι εξής:
1) Ρύθμιση του σωματικού βάρους όταν υπάρχει ανάγκη μέσω αλλαγών στον τρόπο ζωής. Στόχος η απώλεια της τάξης του 5% – 10% του βάρους, στα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα.
2) Φυσική δραστηριότητα για τουλάχιστον μισή ώρα καθημερινά ή 150 λεπτά εβδομαδιαίως.
3) Ελάχιστη έως και μέτρια κατανάλωση αλκοόλ φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο για διαβήτη.
4) Κατανάλωση υδατανθράκων, του σημαντικότερου στοιχείου της διατροφής των διαβητικών, κυρίως από πηγές φρούτων, λαχανικών, οσπρίων, δημητριακών ολικής άλεσης, γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλών λιπαρών.
5) Παράλληλα, συστηματικός υπολογισμός των συνολικών υδατανθράκων των γευμάτων.
6) Κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε φυτικές ίνες, καθώς είναι αποδεδειγμένο ότι καθυστερούν την αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα.
7) Οι γλυκαντικές ουσίες είναι ασφαλείς εφόσον καταναλώνονται στις επιτρεπόμενες ημερήσιες ποσότητες από τους ασθενείς.
8) Στα πλαίσια των υγειινοδιαιτητικών αλλαγών του διαβητικού ασθενούς, σύσταση για περιορισμό των κορεσμένων και των τρανς λιπαρών, που στο σύνολο τους αποτελούν τα «κακά λιπαρά» τη διατροφής.
9) Αν υπάρχουν συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας, επιπρόσθετος περιορισμός της κατανάλωσης αλατιού με ιδιαίτερη έμφαση στις κρυφές πηγές
10) Και τέλος, από τις πιο σπουδαίες συστάσεις για τους ασθενείς είναι η κατανάλωση τροφών χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη.
Ο γλυκαιμικός δείκτης (ΓΔ) είναι ένα μέτρο αναφοράς για το πόσο γρήγορα ένα τρόφιμο ανεβάζει τη γλυκόζη στο αίμα. O ΓΔ παρέχει μέτρο της ποιότητας των υδατανθράκων και δεν αναφέρεται στην ποσότητα. Στην ποσότητα αναφέρεται μια άλλη σημαντική έννοια που πρέπει να διευκρινιστεί και είναι αυτή του γλυκαιμικού φορτίου ( ΓΦ). Από τους κυριότερους παράγοντες που επηρεάζουν το γλυκαιμικό δείκτη ενός τροφίμου και οφείλει να έχει κατά νου ο διαβητικός ασθενής είναι:
–Πόσο ώριμο είναι ένα τρόφιμο:
Ένας λόγος που συστήνεται στους διαβητικούς ασθενείς να αποφεύγουν τα γινωμένα φρούτα και λαχανικά και να προτιμούν τα ώριμα, είναι ότι όσο πιο ώριμο είναι ένα τρόφιμο τόσο μικρότερο γλυκαιμικό δείκτη έχει.
–Περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες:
Οι φυτικές ίνες καθυστερούν την απορρόφηση των υδατανθράκων και άρα αυξάνουν πιο ομαλά τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα.
–Μαγείρεμα τροφίμου:
Ο χρόνος μαγειρέματος επιδρά στο ΓΔ αυξάνοντας τον και παράλληλα, το βράσιμο και το ψήσιμο κάνουν ακριβώς το ίδιο.
–Ολικής άλεσης προϊόντα:
Η επεξεργασία ενός τροφίμου αυξάνει τον ΓΔ γι’ αυτό καλό είναι να προτιμώνται τρόφιμα στην λιγότερο κατεργασμένη μορφή τους.
Συνοψίζοντας, ο διαβητικός ασθενής πρέπει να ενθαρρύνεται στην τροποποίηση της διατροφικής του συμπεριφοράς στο βαθμό που είναι εφικτό και να προσπαθεί να εντάξει την άσκηση στη ζωή του, ως μέσο απώλειας του πλεονάζοντος βάρους που παράλληλα συμβάλλει στην καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου και βελτιώνει την ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη.
Βιβλιογραφία:
1) Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία
2) Measuring the glycemic index of foods: interlaboratory study Am J Clin Nutr January 2008 vol. 87 no. 1 247S-257S
3) Low–Glycemic Index Diets in the Management of Diabetes Diabetes Care August 2003vol. 26 no. 8 2261-2267
4) Hollander P, Elbein SC, Hirsch IB et al, The role of orlista in the treatment of obese patients with type 2 diabetes. Diabetes Care 1998; 21: 1288-1293
5) Heffner SM. Management of dyslipidemia in adults with diabetes. Diabetes Care 2003;26 (Suppl 1): S43-6
6) Nutrition recommendations and principles for people with diabetes mellitus. Diabetes Care 2000; 23 (Suppl 1) S:43-6
7) Chandalia M, Garg A, Lutjohann D, von Bergamann K, Grundy SM, Brinkley LJ. Beneficial effects of high dietary fiber intake in patients with type 2 diabetes mellitus. N Engl J Med 2000; 342(19): 1392-8